Εύχομαι το
τελευταίο ταξίδι του Ηλία να είναι αυτό που πίστευε ότι θα κάνει, όταν φτάσει η
ώρα του.
Τον
θυμάμαι σαν να είναι τώρα, όταν με επισκέφτηκε στο μαγαζί που είχα στους Αγίους
Αναργύρους, το φθινόπωρο του 2002, όταν είχαμε πρωτοδιοριστεί στο Δήμο
Λυκόβρυσης. Η ανησυχία ήταν έκδηλη τόσο στη μορφή του όσο και στο λόγο του. Μετά
τις χειραψίες της πρώτης γνωριμίας μου είπε: "Φίλε, ήρθα να σε βρω, γιατί
είσαι μορφωμένος άνθρωπος και είσαι ο μόνος που μπορείς να βοηθήσεις να αλλάξει
αυτή η κατάσταση που επικρατεί στο Δήμο, πριν σκοτωθεί κανένας άνθρωπος".
Τότε
η Λυκόβρυση κουβαλούσε τα καλά και τα άσχημα ενός χωριού. Γειτονιές, ανοιχτά
σπίτια, αγάπη, δεμένοι άνθρωποι που έστηναν χορούς και τραγούδια από το πουθενά
στο πουθενά. Από την άλλη, ένας Δήμος με μόνο έναν πτυχιούχο στην οικονομική
και διοικητική υπηρεσία, χωρίς δομημένη τεχνική υπηρεσία και με το στόλο των
οχημάτων να φιλοξενούνται στο περιβόητο οικόπεδο της "εθνικής" που,
τότε, ήταν ξέφραγο αμπέλι. Πηγαίναμε το πρωί να πάρουμε τα απορριμματοφόρα και
τα φορτηγά και έλειπαν άλλοτε οι μπαταρίες και άλλοτε τα καύσιμα, γιατί τα
έκλεβαν διάφοροι επιτήδειοι. Οι πιο παλιοί από μας είχαν να πουν κι άλλες
πολλές ιστορίες, βγαλμένες απ' τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά. Γραφείο κίνησης
δεν υπήρχε και τα οχήματα ήταν, επιεικώς, σε άθλιο χάλι. Η φροντίδα του
προϊσταμένου που έκανε όλες τις εξωτερικές δουλειές, (οδηγός Δημάρχου,
προϊστάμενος καθαριότητας, υπεύθυνος πρασίνου, υπεύθυνος γραφείου κίνησης που
δεν υπήρχε, υπεύθυνος για τους δομικούς, ηλεκτρολόγους και υδραυλικούς,
υπεύθυνος επικοινωνίας με τους πολίτες) και των συμβασιούχων οδηγών δεν έφτανε,
για να διορθωθεί αυτή η κακή κατάσταση. Τότε ο Δήμος είχε γύρω στα τριάντα
άτομα συμβασιούχους και καμιά δεκαριά μόνιμους που είχαμε προσληφθεί το 2002.
Όλος ο Δήμος στηριζόταν στους συμβασιούχους, παιδιά από τη Λυκόβρυση που
πονούσαν και αγαπούσαν τον τόπο τους αλλά παράλληλα κουβαλούσαν και την πίκρα
της επαγγελματικής αβεβαιότητας.
Από
τότε κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι. Οι εκλογές των δύο γύρων του 2002 κερδήθηκαν
από το Φωκιανό. Γιατρός της πόλης - χωριού που πήρε τη σκυτάλη από τον Χρήστο
Σκαμάκη που ήταν ο πρώτος Δήμαρχος της Λυκόβρυσης. Κοφτερό μυαλό που αγαπούσε
τη Λυκόβρυση, ακούραστος και με πολύ διάθεση για δουλειά. Πρώτος ερχόταν στο
Δήμο, τελευταίος έφευγε. Πιστεύω ότι, αν δεν περιοριζόταν στο στενά
διαχειριστικό ρόλο που έπαιξε ως Δήμαρχος, θα μιλούσε για αυτόν ολόκληρη η
Ελλάδα. Δυστυχώς για όλους μας υπερίσχυσε η διαχειριστική λογική της πολιτικής
του σημερινού σύριζα, η οποία, ειδικότερα από το 2010 και μετά, ήταν
καταστροφική.
Θυμάμαι
στην πρώτη συνάντηση που είχε με τους εργαζόμενους ζήτησε προτάσεις για την
καλύτερη λειτουργία όλων των υπηρεσιών. Τότε έγραψα τις πρώτες 15 δημοσιοϋπαλληλικές
σελίδες της ζωής μου. Μέσα σ' αυτές τις σελίδες εμπεριέχονταν και οι τότε
ανησυχίες του Ηλία που είχαν γίνει πια και δικό μου βίωμα. Οι προτάσεις μου
αφορούσαν τη λειτουργία των εξωτερικών υπηρεσιών. Του έγραφα ότι το πρώτο που
πρέπει να κάνει είναι να εξασφαλίσει φυλασσόμενο χώρο για τα οχήματα, ότι
πρέπει να φτιάξει γραφείο κίνησης και να ορίσει υπεύθυνο αυτού χωρίς καμία άλλη
αρμοδιότητα, ώστε να φτιαχτούν άμεσα όλα τα οχήματα καθώς και να το
μηχανοργανώσει, ώστε να μπορεί να αντλεί στατιστικά στοιχεία για τα καύσιμα,
τις ζημιές, το τονάζ. Ότι πρέπει να τοποθετήσει ξεχωριστό υπεύθυνο πρασίνου και
να ξεχωρίσει το πράσινο από την καθαριότητα, ότι πρέπει να φτιάξει μηχανοργανωμένη
αποθήκη με συγκεκριμένο αποθηκάριο που θα έχει την ευθύνη της, ότι πρέπει να
ξεχωρίσουν οι υπηρεσίες των δομικών, ηλεκτρολόγων και υδραυλικών και διάφορα
άλλα. Δεν έμαθα ποτέ αν αυτές οι 15 σελίδες έπαιξαν κάποιο ρόλο στη σκέψη και
τα έργα του Φωκιανού. Δεν ξέρω αν όλα αυτά που του έγραψα τότε τα είχε σκεφτεί
και ο ίδιος πριν από μένα. Δεν ξέρω αν απλά συνταυτιστήκαμε στα αυτονόητα που
έπρεπε να γίνουν. Πάντως όλα όσα πρότεινα τα πραγματοποίησε και μάλιστα σε πολύ
σύντομο χρονικό διάστημα. Η μόνη, αρχικά, γιατί στη συνέχεια προέκυψαν πολλές,
και μόνιμη διαφωνία μας ήταν το προσωπικό. Πάντα τσακωνόμαστε, γιατί έπαιρνε
συμβασιούχους και όχι μόνιμους.
Ο
Ηλίας, όλα αυτά τα χρόνια, πάντα γκρίνιαζε για τα κακώς κείμενα που διαπίστωνε.
Διαμαρτυρόταν για τα λάστιχα, για τα φρένα, για τα φώτα, για το υπερβολικό
φόρτωμα των οχημάτων, για τα σέρβις, για τους ταχογράφους, για όλα. Άλλοτε
δίκαια και άλλοτε άδικα. Πάντα όμως καβαλούσε το φορτηγό και έκανε τη δουλεία
του, ακόμα κι αν αυτό είχε τις ελλείψεις που επεσήμαινε. Ο Ηλίας ήταν τελικά
καλό παιδί. Παρά τις διαφωνίες που μπορεί να είχες μαζί του δεν μπορούσες να του
κρατήσεις κακία, γιατί τελικά δεν πείραζε κανέναν. Ο Ηλίας ήταν τελικά καλό
παιδί. Αυτός ο άνθρωπος μόνο διαμαρτυρόταν είτε μέσα στο γραφείο του γκαράζ,
είτε στο συνοδηγό του, είτε στο συνάδελφό του, είτε σε ανθρώπους του σωματείου,
είτε σε ανθρώπους της διοίκησης, είτε στον προϊστάμενο, είτε στο μαγαζί μου. Ο
Ηλίας ήταν τελικά καλό παιδί. Δεν ήθελε "φασαρίες", πάντα έψαχνε να
βρει άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, δεν συμμετείχε ποτέ στα κοινά,
δεν τον είδα ποτέ σε καμία πορεία, δεν έλαβε μέρος ποτέ σε καμία απεργία για τα
θέματα που τον έκαιγαν και διαμαρτύρονταν. Ο Ηλίας πέρασε τα τελευταία του
Χριστούγεννα και πρωτοχρονιά πάνω στο κρεβάτι που τον φιλοξένησε χωρίς χέρια
που τα άφησε μέσα στο απορριμματοφόρο που οδηγούσε για το οποίο μπορεί κάποτε
να διαμαρτυρόταν.
Ωραία
τα λόγια τα μεγάλα που λέμε όλοι των ψηλών πατωμάτων και των υπογείων, επίσημοι
και ανεπίσημοι. Τι αξία έχουν άραγε για τον ταξιδεμένο Ηλία; Πώς μπορούν να
απαλύνουν τον πόνο της απώλειας για την οικογένειά του;
Ο Ηλίας ήταν τελικά καλό παιδί και
σκοτώθηκε πάνω στο τιμόνι που τον τάιζε. Γιατί;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου