Δεν φοβήθηκα τότε που μας έκαψαν. Μια ουρά στην τράπεζα θα φοβηθώ;

Κυριακή, Ιουλίου 05, 2015

https://youtu.be/bS-l3DTIGAI

Πριν διαβάσετε το κείμενο ανοίξτε τον σύνδεσμο και διαβάστε ακούγοντας!!!

Κάτι τελευταίο αλλά σημαντικό κι ας είναι εντελώς προσωπικό.

Τηλεφωνώ στη μητέρα μου που δυστυχώς δεν έχει κάρτα και θα βρεθεί αύριο σε μια από τις τράπεζες που θα ανοίξουν για να παραλάβει το ποσό των χρημάτων που της αναλογεί.

– Μάνα, της λέω, αύριο θα έρθω μαζί σου να πάμε στο υποκατάστημα στο Παγκράτι.

– Γιατί;; μου απαντά με απορία.

(Εδώ να τονίσω πως η υγεία της είναι κάπως κλονισμένη και δεν θέλω να την αφήνω να ταλαιπωρείται)

– Για να είμαι μαζί σου ρε μάνα μην πάθεις κάτι, της λέω απότομα.

-Τι να πάθω παιδί μου, μου λέει….

Άκου να σου πω μια ιστορία, συνεχίζει, για να καταλάβεις πως τίποτα δεν θα πάθω.

Το 1943 που μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό (η μάνα μου γεννήθηκε το 1939 -σε λίγες μέρες έχει γενέθλια) ήμουν 4 χρονών περίπου.

Η γιαγιά σου η Ασπασία ήταν τότε έγκυος στο θείο σου το Κλέαρχο και ο θείος σου ο Διονύσης μωρό.

Μας είπε ο παππούς σου να μαζέψουμε ό,τι είχαμε στο σπίτι και να φύγουμε μην μας κάψουν ζωντανούς.
Η γιαγιά σου ζαλώθηκε κάποιες φλοκάτες, ο παππούς πήρε το μωρό στην αγκαλιά και μένα μου δώσαν να κρατάω μια κότα, η κατσίκα είχε ψοφήσει τον προηγούμενο χειμώνα.

Μην χάσεις την κότα Γιαννούλα,μου είπαν. ΄Ηταν όλη μας η περουσία.

Ημουν ξυπόλητη καθώς περπατάγαμε, σκόνταψα,έπεσα, χτύπησα, αυτό το σημάδι που έχω στο κούτελο εκείνη την ημέρα το έκανα…

H κότα μου έφυγε την έχασα.

Μέσα στην αναμπουμπούλα πως να την κρατήσω, μικρό παιδί ήμουν.

Όταν φτάσαμε σε σημείο που νιώθαμε ασφαλείς, μείναμε φτιάχνοντας με τις φλοκάτες σκηνή.

Δεν με μάλωσαν που έχασα την κότα. Εγώ όμως έκλαιγα, έκλαιγα πολύ.

Όχι για το κεφάλι μου πονούσε από το χτύπημα, ούτε για την κότα που έχασα, αλλά γιατί ένιωθα πως τους απογοήτευσα….

Δεν φοβήθηκα τότε παιδί μου που είδα το χωριό να καίγεται… Θα φοβηθώ τώρα μια ουρά στην τράπεζα;;

Ελληνίδα Μάνα!!!